θρομβούμαι

θρομβούμαι
(ΑΜ θρομβοῡμαι, -έομαι) [θρόμβος]
1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους
2. (για γάλα) πήζω, κόβω
αρχ.
περιέχω θρόμβους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • θρόμβωμα — θρόμβωμα, το (Μ) [θρομβούμαι] ο σχηματισμός θρόμβων …   Dictionary of Greek

  • θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… …   Dictionary of Greek

  • περιθρομβούμαι — όομαι, Α (για το αίμα) πήζω και σχηματίζω θρόμβους ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρομβοῦμαι (< θρόμβος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”